- κροῦναι
- κροῦναι· τὰ ἄφορα δένδρα, Hsch.; also,A = κρῆναι τέλειαι, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρούναι — κροῡναι (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. «τὰ ἄφορα δένδρα» 2. «κρῆναι τέλειαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «κρῆναι τέλειαι» συνδέεται με τον τ. κρουνός] … Dictionary of Greek